καταφιλοσοφῶ

καταφιλοσοφῶ
καταφιλοσοφέω
overcome in philosophizing
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταφιλοσοφέω
overcome in philosophizing
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταφιλοσοφώ — καταφιλοσοφῶ, έω (AM) ερμηνεύω, εξηγώ φιλοσοφικά αρχ. 1. νικώ κάποιον σε φιλοσοφική συζήτηση 2. αποδεικνύω κάτι με φιλοσοφικά επιχειρήματα 3. (κατά τον Ησύχ.) «καταφιλοσοφήσαντες διὰ τῆς σιγῆς νικήσαντες» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”